Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „πληρώνω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

πληρώ|νω <-σα, -θηκα, -μένος> [pliˈrɔnɔ] VERB μεταβ

1. πληρώνω (ποσό):

πληρώνω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский