Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „πλευρό“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

πλευρό [plɛˈvrɔ] SUBST ουδ

1. πλευρό (μεριά, πλευρά):

πλευρό
Seite θηλ

2. πλευρό ΑΝΑΤ:

πλευρό
Rippe θηλ

Παραδειγματικές φράσεις με πλευρό

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский