Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „πλεονέκτημα“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

πλεονέκτημα [plɛɔˈnɛktima] SUBST ουδ

πλεονέκτημα
Vorteil αρσ
έχουμε πλεονέκτημα
τι πλεονέκτημα προσφέρει;
ανταγωνιστικό πλεονέκτημα

Παραδειγματικές φράσεις με πλεονέκτημα

ανταγωνιστικό πλεονέκτημα
έχουμε πλεονέκτημα
διαρθρωτικό πλεονέκτημα
τι πλεονέκτημα προσφέρει;

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский