Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „πλέον“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

πλέον [ˈplɛɔn] ΕΠΊΡΡ

1. πλέον (πιο):

2. πλέον (τώρα πια):

πλέον

3. πλέον (όχι πια):

πλέον
δεν ... πλέον...
... nicht mehr ...

4. πλέον (μετά από τόσον καιρό):

πλέον
είναι πλέον σαφές

5. πλέον (επιτέλους):

πλέον

6. πλέον (ακόμη):

πλέον

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский