Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „πλάτη“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

πλάτη [ˈplati] SUBST θηλ

2. πλάτη (ωμοπλάτη):

πλάτη
Schulterblatt ουδ

3. πλάτη (ώμος):

πλάτη
Schulter θηλ

4. πλάτη (καθίσματος):

πλάτη
Rückenlehne θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский