Ελληνικά » Γερμανικά

I . πλάι [ˈplai] SUBST ουδ

πλάι
Seite θηλ
στο πλάι στεκόταν

II . πλάι [ˈplai] ΕΠΊΡΡ

πλάι
πλάι στον
neben dem
πλάι μου
πλάι-πλάι (ο ένας δίπλα στον άλλον)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский