Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „πιστόλι“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

πιστόλι [pisˈtɔli] SUBST ουδ

πιστόλι
Pistole θηλ
τραβάω το πιστόλι
αεροβόλο πιστόλι
Luftpistole θηλ
πιστόλι (των) 8 χιλιοστών
πιστόλι ζεστού αέρα
Klebepistole θηλ
Gießpistole θηλ
πιστόλι σιλικόνης
πιστόλι ψεκασμού
Spritzpistole θηλ

Παραδειγματικές φράσεις με πιστόλι

πιστόλι ουδ ψεκασμού
αεροβόλο πιστόλι
πιστόλι σιλικόνης
πιστόλι ψεκασμού
πιστόλι (των) 8 χιλιοστών
πιστόλι ζεστού αέρα
τραβάω το πιστόλι
σκοποβολή με πιστόλι
πήρε το πιστόλι καιμπαμ!

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский