Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „πιστεύω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . πιστ|εύω <-εψα> [pisˈtɛvɔ] VERB μεταβ

1. πιστεύω (θεωρώ αλήθεια):

πιστεύω κάτι
πιστεύω κάποιον
πιστεύω σε κάποιον/κάτι

2. πιστεύω (νομίζω):

πιστεύω

II . πιστ|εύω [pisˈtɛvɔ] SUBST ουδ αμετάβλ

πιστεύω

Παραδειγματικές φράσεις με πιστεύω

πιστεύω κάτι
πιστεύω κάποιον
πιστεύω ακόμα στα παραμύθια μτφ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский