Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „πιπιλίζω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

πιπιλί|ζω <-σα> [pipiˈlizɔ] VERB μεταβ

1. πιπιλίζω (ρουφώ):

πιπιλίζω

2. πιπιλίζω (για μωρό):

πιπιλίζω το δάχτυλό μου

Παραδειγματικές φράσεις με πιπιλίζω

πιπιλίζω κάτι σαν καραμέλα οικ
πιπιλίζω το δάχτυλό μου

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский