Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „πιάνω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . πιά|νω <-σα, -στηκα, -σμένος> [ˈpçanɔ] VERB μεταβ

3. πιάνω (αρπάζω):

πιάνω

4. πιάνω (δραπέτη, κλέφτη):

πιάνω

5. πιάνω (λαγό, μπάλα):

πιάνω

6. πιάνω (συλλαμβάνω):

πιάνω

8. πιάνω (αγγίζω):

πιάνω

11. πιάνω (καταλαβαίνω):

πιάνω

13. πιάνω (θέσεις, δωμάτιο: αγκαζάρω):

πιάνω

15. πιάνω (για χωρητικότητα):

πιάνω

19. πιάνω (φτάνω: για μισθό, ταχύτητα):

II . πιά|νω <-σα, -στηκα, -σμένος> [ˈpçanɔ] VERB αμετάβ ΝΑΥΣ

πιάνω (αράζω)

III . πιάνομαι VERB αυτοπ ρήμα

1. πιάνομαι (να μην πέσω):

sich festhalten an +δοτ

4. πιάνομαι (αρχίζω φιλονικία):

5. πιάνομαι (μουδιάζω):

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский