Ελληνικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: περιορίζω , περιοριστής και περιορισμός

I . περιορί|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [pɛriɔˈrizɔ] VERB μεταβ

1. περιορίζω (περικλείνω μέσα σε όρια):

2. περιορίζω (ελαττώνω, μετριάζω):

3. περιορίζω (χαλιναγωγώ):

II . περιορίζομαι VERB αυτοπ ρήμα

περιορισμός [pɛriɔrizˈmɔs] SUBST αρσ

2. περιορισμός ΣΤΡΑΤ:

Arrest αρσ

περιοριστής [pɛriɔrisˈtis] SUBST αρσ (γενικά)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский