περιορισμός [pɛriɔrizˈmɔs] SUBST αρσ
1. περιορισμός (κατανάλωσης κτλ):
-
Beschränkung θηλ
-
περιορισμός της ευθύνης ΝΟΜ
-
Kostenbegrenzung θηλ
-
Budgetbegrenzung θηλ
-
Tempolimit ουδ
2. περιορισμός ΣΤΡΑΤ:
-
Arrest αρσ