Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „περίεργος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

περίεργ|ος <-η, -ο> [pɛˈriɛrɣɔs] ΕΠΊΘ

1. περίεργος (που κατέχεται από περιέργεια):

περίεργος
μην είσαι τόσο περίεργος!

2. περίεργος (παράξενος, μυστήριος):

περίεργος

Παραδειγματικές φράσεις με περίεργος

μην είσαι τόσο περίεργος!

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский