Ελληνικά » Γερμανικά

πειν|ώ <-άς, -ασα, -ασμένος> [piˈnɔ] VERB αμετάβ

Παραδειγματικές φράσεις με πεινώ

πεινώ σαν λύκος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский