Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „πατώ“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

πατ|ώ <-άς, -ησα, -ήθηκα, -ημένος> [paˈtɔ] VERB μεταβ

2. πατώ (με το χέρι):

πατώ
πατώ κάτι μέσα

3. πατώ (με το αυτοκίνητο):

πατώ

4. πατώ (σταφύλια):

πατώ

5. πατώ (όρκο):

πατώ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский