Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „πασαλείβω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . πασαλεί|βω [pasaˈlivɔ], πασαλεί|φω [pasaˈlifɔ] <-ψα, -φτηκα, -μμένος> VERB μεταβ

II . πασαλείβομαι VERB αυτοπ ρήμα

Παραδειγματικές φράσεις με πασαλείβω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский