Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „παρένθεση“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

παρένθεσ|η <-εις> [paˈrɛnθɛsi] SUBST θηλ

1. παρένθεση (παρεμβολή):

παρένθεση

2. παρένθεση (παρένθετη φράση):

παρένθεση
Parenthese θηλ

3. παρένθεση (το σημείο):

παρένθεση
Klammer θηλ
σε παρένθεση

Παραδειγματικές φράσεις με παρένθεση

σε παρένθεση

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский