Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „παράκληση“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

παράκλησ|η <-εις> [paˈraklisi] SUBST θηλ

1. παράκληση:

παράκληση
Bitte θηλ
έχω μια παράκληση

2. παράκληση ΘΡΗΣΚ (δέηση):

παράκληση
Fürbitte θηλ

Παραδειγματικές φράσεις με παράκληση

έχω μια παράκληση

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский