Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „παλιόγερος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

παλιόγερος (παλιόγρια) [paˈʎɔjɛrɔs, paˈʎɔɣria] SUBST αρσ/θηλ (θηλ) μειωτ

παλιόγερος (παλιόγρια)
alter Knacker αρσ
παλιόγερος (παλιόγρια)
Tattergreis αρσ
παλιόγερος (παλιόγρια)
alte Schachtel θηλ
παλιόγρια θηλ οικ μειωτ
altes Weib ουδ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский