Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „παλινδρομώ“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

παλινδρομ|ώ <-είς, -ησα> [palinðrɔˈmɔ] VERB αμετάβ

1. παλινδρομώ (κινούμαι μπρος πίσω):

παλινδρομώ

2. παλινδρομώ μτφ (δεν ξέρω τι θέλω):

παλινδρομώ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский