Ελληνικά » Γερμανικά

παλαιοπωλείο [palɛɔpɔˈliɔ] SUBST ουδ

παλαιοζωολογία [palɛɔzɔɔlɔˈjia] SUBST θηλ

παλαιοπώλης (παλαιοπώλισσα) [palɛɔˈpɔlis, palɛɔˈpɔlisa] SUBST αρσ/θηλ (θηλ)

παλαιοπώλης (παλαιοπώλισσα)
Altwarenhändler(in) αρσ (θηλ)
παλαιοπώλης (παλαιοπώλισσα)
Gebrauchtwarenhändler(in) αρσ (θηλ)

παλαιοζωικ|ός <-ή, -ό> [palɛɔzɔiˈkɔs] ΕΠΊΘ

παλαιοβιολογία [palɛɔviɔlɔˈjia] SUBST θηλ

παλαιόσωμα [palɛˈɔsɔma] SUBST ουδ ΓΕΩΛ

παλαιογραφία [palɛɔɣraˈfia] SUBST θηλ

παλαιολιθικ|ός <-ή, -ό> [palɛɔliθiˈkɔs] ΕΠΊΘ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский