Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „παλαιοπώλης“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

παλαιοπώλης (παλαιοπώλισσα) [palɛɔˈpɔlis, palɛɔˈpɔlisa] SUBST αρσ/θηλ (θηλ)

παλαιοπώλης (παλαιοπώλισσα)
Altwarenhändler(in) αρσ (θηλ)
παλαιοπώλης (παλαιοπώλισσα)
Gebrauchtwarenhändler(in) αρσ (θηλ)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский