Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „παινεύω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . παιν|εύω <-εψα, -εύτηκα, -εμένος> [pɛˈnɛvɔ] VERB μεταβ

παινεύω

II . παινεύομαι VERB αυτοπ ρήμα

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский