Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „παιδεύω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . παιδ|εύω <-εψα, -εύτηκα, -εμένος> [pɛˈðɛvɔ] VERB μεταβ

παιδεύω

II . παιδεύομαι VERB αυτοπ ρήμα (καταβάλλω κόπο)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский