Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „παθιασμένος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

παθιασμέν|ος <-η, -ο> [paθçazˈmɛnɔs] ΕΠΊΘ

παθιασμένος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский