Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „παθιάζομαι“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

παθιά|ζομαι <-στηκα, -σμένος> [paˈθçazɔ] VERB αυτοπ ρήμα

1. παθιάζομαι (κυριεύομαι από πάθος):

παθιάζομαι

2. παθιάζομαι (έχω κάποιο πάθος):

παθιάζομαι με κάτι

Παραδειγματικές φράσεις με παθιάζομαι

παθιάζομαι με κάτι

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский