Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „παγώνω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . παγώ|νω <-σα, -μένος> [paˈɣɔnɔ] VERB μεταβ

1. παγώνω (υγρό):

παγώνω

2. παγώνω μτφ:

II . παγώ|νω <-σα, -μένος> [paˈɣɔnɔ] VERB αμετάβ

1. παγώνω (μετατρέπομαι σε στερεό):

παγώνω

2. παγώνω (τμήμα του σώματος, άνθρωπος):

παγώνω

3. παγώνω (δρόμος, παρμπρίζ):

παγώνω

5. παγώνω μτφ (μένω κόκκαλο):

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский