Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „παίδευση“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

παίδευσ|η <-εις> [ˈpɛðɛfsi] SUBST θηλ

1. παίδευση (αγωγή):

παίδευση
Erziehung θηλ

2. παίδευση (μόρφωση):

παίδευση
Bildung θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский