Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „πίστη“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

πίστη [ˈpisti] SUBST θηλ

1. πίστη (πεποίθηση):

Glaube αρσ an jdn/etw
δίνω πίστη σε κάτι
δημόσια πίστη ΝΟΜ

2. πίστη (εμπιστοσύνη):

Vertrauen ουδ zu jdm/auf etw αιτ
ενεργώ με καλή πίστη ΝΟΜ
καλή/κακή πίστη ΝΟΜ

3. πίστη (ζευγαριού):

πίστη
Treue θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский