Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „πάθος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

πάθος [ˈpaθɔs] SUBST ουδ

1. πάθος ΙΑΤΡ:

πάθος
Leiden ουδ

2. πάθος (συναίσθημα, ψυχική κατάσταση):

πάθος
Leidenschaft θηλ
με πάθος
χωρίς πάθος

3. πάθος ΘΡΗΣΚ:

Passion θηλ ενικ
Passionswoche θηλ

παθός [paˈθɔs] SUBST αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский