Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „οφειλέτης“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

οφειλέτης (οφειλέτρια) [ɔfiˈlɛtis, ɔfiˈlɛtria] SUBST αρσ/θηλ (θηλ)

Παραδειγματικές φράσεις με οφειλέτης

γενικός οφειλέτης
οφειλέτης φόρων
Hypothekenschuldner(in) αρσ (θηλ)
ο κύριος οφειλέτης

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский