Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „οφείλω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . οφείλ|ω <-α> [ɔˈfilɔ] VERB μεταβ

3. οφείλω (πρέπει):

οφείλω

II . οφείλεται VERB αυτοπ ρήμα unpers

Παραδειγματικές φράσεις με οφείλω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский