Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „οριστική“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

οριστική [ɔristiˈci] SUBST θηλ ΓΛΩΣΣ

οριστική
Indikativ αρσ

Παραδειγματικές φράσεις με οριστική

δυνητική οριστική ΓΛΩΣΣ
απόφαση εν μέρει οριστική
Teilurteil ουδ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский