Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ομολογώ“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ομολογ|ώ <-είς, -ησα, -ήθηκα, -ημένος> [ɔmɔlɔˈɣɔ] VERB μεταβ

1. ομολογώ (παραδέχομαι):

ομολογώ

2. ομολογώ (προβαίνω σε ομολογία):

ομολογώ

3. ομολογώ (αναγνωρίζω):

ομολογώ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский