Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ομολογία“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ομολογία [ɔmɔlɔˈjia] SUBST θηλ

1. ομολογία (παραδοχή πράξεων ή λόγων):

ομολογία
Geständnis ουδ
προβαίνω σε ομολογία
κατά γενική ομολογία

2. ομολογία ΘΡΗΣΚ:

ομολογία
Bekenntnis ουδ
ομολογία πίστεως

3. ομολογία ΟΙΚΟΝ:

ομολογία
ομολογία
Anleihe θηλ
αποσβεστική ομολογία
βιομηχανική ομολογία
ενοποιημένη ομολογία
ενυπόθηκη ομολογία
Pfandbrief αρσ
ομολογία εξωτερικού
ομολογία του δημοσίου
τραπεζική ομολογία

4. ομολογία:

ομολογία ΧΗΜ, ΜΑΘ
Homologie θηλ

Παραδειγματικές φράσεις με ομολογία

ομολογία θηλ ενοχής
ομολογία πίστεως
αποσβεστική ομολογία
βιομηχανική ομολογία
ενοποιημένη ομολογία
ενυπόθηκη ομολογία
Pfandbrief αρσ
ομολογία εξωτερικού
τραπεζική ομολογία
προβαίνω σε ομολογία
κατά γενική ομολογία
ομολογία του δημοσίου

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский