Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ομογενής“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . ομογεν|ής <-ής, -ές> [ɔmɔjɛˈnis] ΕΠΊΘ

1. ομογενής (του ίδιου γένους):

ομογενής

2. ομογενής ΦΥΣ:

ομογενής
ομογενής ατμόσφαιρα
ομογενής (χημική) αντίδραση
homogene Koordinaten θηλ πλ

II . ομογεν|ής [ɔmɔjɛˈnis] SUBST mf (Έλληνας του εξωτερικού)

ομογενής

Παραδειγματικές φράσεις με ομογενής

ομογενής εξίσωση
ομογενής χώρος
ομογενής συνάρτηση
ομογενής αντίδραση
ομογενής ατμόσφαιρα
ομογενής (χημική) αντίδραση

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский