Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ολόκληρον“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ενοχή εις ολόκληρον ΝΟΜ
Gesamtschuld θηλ
υποθήκη εις ολόκληρον
Γερμανικά » Ελληνικά

Μεταφράσεις για „ολόκληρον“ στο λεξικό Γερμανικά » Ελληνικά (Μετάβαση προς Ελληνικά » Γερμανικά)

εις ολόκληρον
δανειστής αρσ (δανείστρια) θηλ εις ολόκληρον
ενοχή θηλ εις ολόκληρον
ευθύνη θηλ εις ολόκληρον
εγγύηση εις ολόκληρον
εγγυητές εις ολόκληρον
οφειλή θηλ εις ολόκληρον
εγγύηση εις ολόκληρον
Gesamthypothek ΝΟΜ, ΧΡΗΜΑΤΟΠ
υποθήκη θηλ εις ολόκληρον
Solidarbürge (-bürgin)
εγγυητής αρσ (εγγυήτρια) θηλ εις ολόκληρον
ευθύνη εις ολόκληρον
οφειλέτης αρσ (οφειλέτρια) θηλ εις ολόκληρον
ευθυνόμενος εις ολόκληρον

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский