Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ολοκληρωτικός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ολοκληρωτικ|ός <-ή, -ό> [ɔlɔklirɔtiˈkɔs] ΕΠΊΘ

1. ολοκληρωτικός (καταστροφή):

ολοκληρωτικός

2. ολοκληρωτικός (εμπιστοσύνη):

ολοκληρωτικός

3. ολοκληρωτικός (καθεστώς):

ολοκληρωτικός

4. ολοκληρωτικός (πόλεμος):

ολοκληρωτικός

5. ολοκληρωτικός ΜΑΘ:

ολοκληρωτικός
Integral-
ολοκληρωτικός λογισμός
ολοκληρωτικός τελεστής

Παραδειγματικές φράσεις με ολοκληρωτικός

ολοκληρωτικός λογισμός
ολοκληρωτικός τελεστής
ολοκληρωτικός ενισχυτής

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский