Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ολοκάθαρος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ολοκάθαρ|ος <-η, -ο> [ɔlɔˈkaθarɔs] ΕΠΊΘ

1. ολοκάθαρος (εντελώς καθαρός):

ολοκάθαρος

2. ολοκάθαρος μτφ (εντελώς σαφής):

ολοκάθαρος

3. ολοκάθαρος μτφ (σκέτος):

ολοκάθαρος
είναι ολοκάθαρος εγωισμός

Παραδειγματικές φράσεις με ολοκάθαρος

είναι ολοκάθαρος εγωισμός

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский