Ελληνικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: καπνίζω , ροκανίζω , κοπανίζω , κανονίζω , εξαγνίζω , βοτανίζω , οκαπί και αφυπνίζω

I . καπνί|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [kapˈnizɔ] VERB μεταβ

1. καπνίζω (τσιγάρο):

2. καπνίζω (κρέας):

II . καπνί|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [kapˈnizɔ] VERB αμετάβ

2. καπνίζω (βγάζω καπνό: υγρό ξύλο):

ροκανί|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [rɔkaˈnizɔ] VERB μεταβ

1. ροκανίζω (ξύλο):

2. ροκανίζω (τρώω σιγά σιγά) και μτφ:

an etw δοτ nagen

3. ροκανίζω μτφ (σπαταλώ):

αφυπνί|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [afipˈnizɔ] VERB μεταβ και μτφ

οκαπί [ɔkaˈpi] SUBST ουδ αμετάβλ

Okapi ουδ

I . βοτανί|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [vɔtaˈnizɔ] VERB μεταβ (ζιζάνια)

II . βοτανί|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [vɔtaˈnizɔ] VERB αμετάβ (μαζεύω βότανα)

εξαγνί|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [ɛksaˈɣnizɔ] VERB μεταβ

κανονί|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [kanɔˈnizɔ] VERB μεταβ

2. κανονίζω (οργανώνω):

4. κανονίζω (μαλώνω κάποιον):

5. κανονίζω οικ (σκοτώνω):

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский