Ελληνικά » Γερμανικά

ξεχωρί|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [ksɛxɔˈrizɔ] VERB μεταβ

1. ξεχωρίζω (χωρίζω):

ξεχωρίζω

2. ξεχωρίζω (βγάζω στην άκρη):

ξεχωρίζω

3. ξεχωρίζω (ξεδιαλέγω: φρούτα):

ξεχωρίζω

5. ξεχωρίζω (προτιμώ κάποιον):

ξεχωρίζω

Παραδειγματικές φράσεις με ξεχωρίζω

ξεχωρίζω το καλό από το κακό

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский