Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ξεσπώ“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ξεσπ|ώ [ksɛˈspɔ], ξεσπ|άζω [ksɛˈspazɔ] <-άς, -ασα> VERB αμετάβ (πόλεμος, πυρκαγιά, επιδημία)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский