Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ξεπλένω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ξεπλ|ένω [ksɛˈplɛnɔ], ξεπλ|ύνω [ksɛˈplinɔ] <-υνα, -ύθηκα, -υμένος> VERB μεταβ

ξεπλένω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский