Ελληνικά » Γερμανικά

ξεπερ|νώ <-νάς, -ασα, -άστηκα, -ασμένος> [ksɛpɛrˈnɔ] VERB μεταβ

1. ξεπερνώ (υπερνικώ: δυσκολίες, δειλία):

ξεπερνώ

2. ξεπερνώ (αντέχω: κρίσιμη περίοδο):

ξεπερνώ

4. ξεπερνώ (όριο: θερμοκρασία):

ξεπερνώ

Παραδειγματικές φράσεις με ξεπερνώ

ξεπερνώ τα μέτρα

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский