Ελληνικά » Γερμανικά

ξελαφρώνω

ξελαφρώνω s. ξαλαφρώνω

Βλέπε και: ξαλαφρώνω

I . ξαλαφρώ|νω [ksalaˈfrɔnɔ], ξελαφρώ|νω [ksɛlaˈfrɔnɔ] <-σα, -θηκα, -μένος> VERB μεταβ

II . ξαλαφρώ|νω [ksalaˈfrɔnɔ], ξελαφρώ|νω [ksɛlaˈfrɔnɔ] <-σα, -θηκα, -μένος> VERB αμετάβ

I . ξαλαφρώ|νω [ksalaˈfrɔnɔ], ξελαφρώ|νω [ksɛlaˈfrɔnɔ] <-σα, -θηκα, -μένος> VERB μεταβ

II . ξαλαφρώ|νω [ksalaˈfrɔnɔ], ξελαφρώ|νω [ksɛlaˈfrɔnɔ] <-σα, -θηκα, -μένος> VERB αμετάβ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский