Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ντύνομαι“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

Γερμανικά » Ελληνικά

Μεταφράσεις για „ντύνομαι“ στο λεξικό Γερμανικά » Ελληνικά (Μετάβαση προς Ελληνικά » Γερμανικά)

ντύνομαι
ντύνομαι
ντύνομαι
ντύνομαι ζεστά
ντύνομαι νεανικά
sich αιτ in Schale werfen οικ
ντύνομαι κυριλέ
ντύνομαι ζεστά
ντύνομαι ζεστά
sich αιτ schick machen
ντύνομαι κομψά
ντύνομαι ζεστά

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский