Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „νομικό“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

νομικό καθήκον
νομικό καθήκον
Rechtspflicht θηλ
νομικό σύστημα
Rechtssystem ουδ
νομικό πρόσωπο ΝΟΜ
νομικό ελάττωμα
Rechtsmangel αρσ
νομικό μειονέκτημα
νομικό πρόσωπο
νομικό προηγούμενο ΝΟΜ
νομικό μειονέκτημα
νομικό μειονέκτημα
νομικό λεξιλόγιο
Rechtssprache θηλ
νομικό ελάττωμα ΝΟΜ
Rechtsmangel αρσ
νομικό εργαλείο
Rechtslücke θηλ
νομικό καθεστώς ουδ του ευρώ
Γερμανικά » Ελληνικά

Μεταφράσεις για „νομικό“ στο λεξικό Γερμανικά » Ελληνικά (Μετάβαση προς Ελληνικά » Γερμανικά)

νομικό τμήμα ουδ
νομικό ελάττωμα ουδ
νομικό συμπέρασμα ουδ
νομικό ελάττωμα ουδ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский