Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „νομική“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

νομικά [nɔmiˈka] SUBST ουδ

νομικά πλ [nɔmiˈci] SUBST θηλ:

Rechtswissenschaft θηλ ενικ
Jura ενικ

Παραδειγματικές φράσεις με νομική

νομική έννοια
νομική επιστήμη
νομική θεωρία
νομική κατάσταση
Rechtslage θηλ
νομική πλάνη
νομική βάση
νομική γλώσσα
νομική ορολογία
νομική επιτροπή
νομική προστασία
νομική δογματική ΝΟΜ
νομική πράξη
Rechtsakt αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский