Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „νάρκη“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

νάρκη [ˈnarci] SUBST θηλ

1. νάρκη ΙΑΤΡ:

νάρκη
Narkose θηλ

2. νάρκη (λήθαργος):

νάρκη
Tiefschlaf αρσ
χειμερία νάρκη
Winterschlaf αρσ
θερινή νάρκη
Ästivation θηλ
θερινή νάρκη
Sommerschlaf αρσ

3. νάρκη (βόμβα):

νάρκη
Mine θηλ

Παραδειγματικές φράσεις με νάρκη

χειμερία νάρκη
θερινή νάρκη

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский