Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „μύτη“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

μύτη [ˈmiti] SUBST θηλ

1. μύτη (αιχμή):

μύτη
Spitze θηλ

3. μύτη (ρύγχος):

μύτη
Schnauze θηλ

4. μύτη (ράμφος):

μύτη
Schnabel αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский