Ελληνικά » Γερμανικά

μόν|ος <-η, -ο> [ˈmɔnɔs] ΕΠΊΘ

2. μόνος (που αισθάνεται μόνος):

μόνος
μόνος κι έρημος
μόνος κι απόμονος

3. μόνος (μοναδικός):

μόνος
δεν είσαι ο μόνος (που …)

μον|ός <-ή, -ό> [mɔˈnɔs] ΕΠΊΘ

2. μονός ΜΑΘ:

ungerade Zahl θηλ

Παραδειγματικές φράσεις με μόνος

ungerade Zahl θηλ
μόνος κι έρημος
ζει μόνος του
δεν είσαι ο μόνος (που …)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский